- ἀπερεύγομαι
- ἀπό-ἐρεύγομαιbelch outpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απερεύγομαι — ἀπερεύγομαι (Α) [ερεύγομαι] 1. εξεμώ, ξερνώ 2. (για ποταμούς) εκβάλλω, χύνομαι … Dictionary of Greek